μυστικός

μυστικός
-ή, -ὁ (ΑΜ μυστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία»)
2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» — το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον θρησκευτικό μυστικισμό, μυστικιστικός
2. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, κρυψίνους
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. μυστικό
4. (το αρσ. ως ουσ. ο μυστικός
οπαδός τού θρησκευτικού μυστικισμού, μυστικιστής
5. φρ. α) «μυστικός πράκτορας» — κατάσκοπος ξένης δύναμης
β) «μυστικός αστυνομικός» ή, απλώς, «μυστικός» — αστυνομικός με πολιτική περιβολή κατά την εκτέλεση τής υπηρεσίας του για να μην αναγνωρίζεται
γ) «μυστικές εταιρείες» — ενώσεις προσώπων τα οποία επιδιώκουν εθνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς, τών οποίων τόσο η οργάνωση όσο και η δραστηριότητα τηρούνται κρυφές
δ) «μυστικός δείπνος» — ο τελευταίος πριν από τη σταύρωση δείπνος τού Ιησού Χριστού με τους αποστόλους, ο οποίος χαρακτηρίζεται μυστικός γιατί με αυτόν ιδρύθηκε το μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που κρατά κρυφό ό,τι μαθαίνει ή ό,τι τού εμπιστεύεται κάποιος, εχέμυθος
μσν.
1. δόλιος, πανούργος
2. ως ουσ. μυστικοσύμβουλος
3. έμπιστος
4. (για το σώμα τού Χριστού κατά τη θεία Ευχαριστία) αυτός που λαμβάνεται δια μέσου μυστηρίου
5. (για αρρώστια) αυτή που δεν είναι εμφανής, δεν διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα
αρχ.
1. (για τέχνη) αυτή που απαιτεί διδασκαλία
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μυστικοί
οι μύστες
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μυστικά
τα μυστήρια
4. φρ. «χοιρία μυστικά» — ισχνά χοιρίδια τα οποία συνήθιζαν να προσφέρουν οι μύστες.
επίρρ...
μυστικώς και -ά (ΑΜ μυστικῶς, Μ και μυστικά)
με μυστικότητα, κρυφά («τὰς ίεροποιΐας... ποιεῑσθαι... τὰς μὲν μυστικῶς, τὰς δὲ ἐν φανερῷ», Στράβ.)
(νεοελλ.-μσν.) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως
μσν.
1. πνευματικά, νοερά
2. με προφητική ικανότητα
αρχ.
με τρόπο που αναφέρεται ή αρμόζει στα μυστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης. Τη λ. δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες με την ίδια σημασία (πρβλ. γαλλ. mystique, αγγλ. γερμ. mystiscti)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυστικός — connected with the mysteries masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστικός — ή, ό 1. αυτός που δεν πρέπει να γνωστοποιηθεί στους άλλους, απόκρυφος, απόρρητος: Μυστική σύσκεψη. 2. αυτός που κρύβει τις σκέψεις του και τις πράξεις του: Μυστικός πράκτορας. 3. εχέμυθος: Είναι απόλυτα μυστικός άνθρωπος. 4. ο οπαδός του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μυστικός Δείπνος — Ο τελευταίος δείπνος του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του, την προηγουμένη της σταύρωσής Του, το βράδυ του ιουδαϊκού Πάσχα, δηλαδή τη 14η του μήνα Νισάν, στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, που συμπίπτει με τη Μεγάλη Πέμπτη. Ονομάζεται «μυστικός»… …   Dictionary of Greek

  • μυστικά — μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc pl μυστικά̱ , μυστικός connected with the mysteries fem nom/voc/acc dual μυστικά̱ , μυστικός connected with the mysteries fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστικώτερον — μυστικός connected with the mysteries adverbial comp μυστικός connected with the mysteries masc acc comp sg μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστικωτέρων — μυστικός connected with the mysteries fem gen comp pl μυστικός connected with the mysteries masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστικῶν — μυστικός connected with the mysteries fem gen pl μυστικός connected with the mysteries masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστικόν — μυστικός connected with the mysteries masc acc sg μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστικώτατα — μυστικός connected with the mysteries adverbial superl μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστικώτατον — μυστικός connected with the mysteries masc acc superl sg μυστικός connected with the mysteries neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”